- περιπέζιος
- -ον, θηλ. και -ία, Α [περίπεζος]1. αυτός που βρίσκεται ή είναι τοποθετημένος γύρω από το πόδι2. (κατά τον Ζωναρ.) καταληπτός, κατανοητός3. μτφ. πολύ χαμηλός, ταπεινός4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιπέζιακοσμήματα τού ποδιού, τα περισφύρια*.επίρρ...περιπεζίως Μστην κοινή γλώσσα, στη γλώσσα που ομιλείται από τους περισσότερους.
Dictionary of Greek. 2013.